προπώληση

προπώληση
η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προπωλώ, η από πριν πώληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προπωλώ. Η λ., στον λόγιο τ. προπώλησις, μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αἰών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προπούλημα — το, Ν [προπουλώ] πώληση ενός προϊόντος προτού αυτό παραχθεί, προπώληση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”